αντένα — η (λ. ιταλ.), η κεραία του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… … Dictionary of Greek
ασταύρωτος — η, ο (Μ ἀσταύρωτος, ον) αυτός που δεν έχει σταυρωθεί ή δεν έχει καρφωθεί επάνω σε σταυρό νεοελλ. 1. εκείνος που δεν σχηματίζει σταυρό, που δεν έχει τοποθετηθεί σταυροειδώς ή χιαστί («ασταύρωτη αντένα») 2. όποιος δεν πιστεύει στον Σταυρό, ο… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
ιστοκεραία — η (Α ἱστοκεραία) νεοελλ. κορμός από έλατο που φυλάγεται στο πλοίο ως εφεδρικό κατάρτι, αντενοκάταρτο αρχ. η κεραία τού ιστού, η αντένα … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
κεραία — η 1. συγκρότημα αγωγών, με τους οποίους γίνεται η εκπομπή και η λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Είναι κεραία ασύρματου τηλέγραφου. 2. καθεμιά από τις ευκίνητες εκφύσεις των αρθροπόδων, που επέχουν θέση κεράτων: Τα μπομπόλια έχουν δύο κεραίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)